- προσοδιάζω
- ΜΑ [πρόσοδος]μσν.παίρνω κάτι ως πρόσοδο, ως εισόδημααρχ.1. εφοδιάζομαι με τρόφιμα2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσοδιασθέντατα κέρδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσοδιασθέντα — προσοδιάζω receive as income aor part pass neut nom/voc/acc pl προσοδιάζω receive as income aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)